κοπώ — κοπῶ, όω (ΑM) [κόπος] κουράζω, ταλαιπωρώ, καταπονώ («εἴ τις κοπώσειε βαρυτέραις γυμνασίαις», Δίων Χρυσ.) μσν. ενεργώ, προσπαθώ … Dictionary of Greek
-κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… … Dictionary of Greek
κόπω — κόπος striking masc nom/voc/acc dual κόπος striking masc gen sg (doric aeolic) κοπόω weary pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κοπόω weary imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόπῳ — κόπος striking masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόπωι — κόπῳ , κόπος striking masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκυλοκοπώ — ἀγκυλοκοπῶ ( έω) (Μ) προκαλώ αναπηρία σε κάποιον κόβοντάς του τον τένοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + κατάληξη κοπῶ (πρβλ. γλεντοκοπώ, μεθοκοπώ κ.ά.), από παρασύνθ. σέ κοπώ (βωλο κοπώ, σφυρο κοπώ κ.ά.), σχηματισμένα από σύνθετα σε κόπος] … Dictionary of Greek
ζεστοκοπώ — άω ζεσταίνομαι ή ζεσταίνω πολύ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέστη + κοπώ* (πρβλ. γλεντο κοπώ, ιδρω κοπώ)] … Dictionary of Greek
θαλασσοκοπώ — θαλασσοκοπῶ, αττ. τ. θαλαττοκοπῶ, έω (Α) χτυπώ, δέρνω τη θάλασσα, ματαιολογώ, λέω άσκοπα και θορυβώδη λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + κοπώ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κοπώ, σφυρο κοπώ] … Dictionary of Greek
θαμποκοπώ — άω 1. είμαι θαμπός, θολός 2. (για το φως τής ημέρας και τις φωτιζόμενες εκτάσεις) είμαι σκιερός, δεν φαίνομαι καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + κοπώ* (πρβλ. βρομο κοπώ, γλεντο κοπώ] … Dictionary of Greek
θεροκοπώ — (Μ θεροκοπῶ, έω) θερίζω συνεχώς και με ζήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος «θερισμός» + κοπώ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. γλεντο κοπώ, μεθο κοπώ] … Dictionary of Greek